αδιακόσμητος

αδιακόσμητος
-η, -ο (Α ἀδιακόσμητος, -ον) [διακοσμῶ]
νεοελλ.
αστόλιστος, ακαλλώπιστος
αρχ.
ατακτοποίητος, αδιευθέτητος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀδιακόσμητος — not set in order masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιακόσμητος — η, ο αυτός που δεν έχει διακοσμηθεί, στολιστεί: Η αίθουσα ήταν μεγάλη, άνετη, αλλά αδιακόσμητη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδιακόσμητον — ἀδιακόσμητος not set in order masc/fem acc sg ἀδιακόσμητος not set in order neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιακόσμητα — ἀδιακόσμητος not set in order neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγαρνίριστος — η, ο [γαρνίρω] 1. ο χωρίς γαρνιτούρα, αστόλιστος, αδιακόσμητος 2. (για φαγητά) αυτά που σερβίρονται σκέτα, χωρίς γαρνίρισμα …   Dictionary of Greek

  • αδιάνθιστος — η, ο [διανθίζω] 1. αυτός που δεν διανθίστηκε, αστόλιστος, αδιακόσμητος 2. (για λόγο) ακαλλώπιστος, άχαρος, κοινός …   Dictionary of Greek

  • αδιάσκευος — ἀδιάσκευος, ον (Α) [διασκευή] αδιακόσμητος, αδιαρρύθμιστος …   Dictionary of Greek

  • αδιαποίκιλτος — η, ο [διαποικίλλω] αδιακόσμητος, αστόλιστος …   Dictionary of Greek

  • αζωγράφιστος — η, ο [ζωγραφίζω] 1. αυτός που δεν τόν ζωγράφισε κανείς, που δεν τόν απεικόνισε, ο μη ζωγραφισμένος 2. που δεν διακοσμήθηκε ή δεν είναι δυνατόν να διακοσμηθεί με ζωγραφική, ο αδιακόσμητος …   Dictionary of Greek

  • ακόσμητος — η, ο (Α ἀκόσμητος, ον) αδιακόσμητος, αστόλιστος αρχ. 1. αυτός που δεν βρίσκεται σε τάξη, ακατάστατος, άτακτος 2. (για ύφος λόγου) ακαλλώπιστος, λιτός, απέριττος 3. ανεφοδίαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κοσμητὸς < κοσμῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”